Πότε λοιπόν, είπεν ο Σωκράτης, η ψυχή επιτυγχάνει την αλήθειαν;
Διότι, όταν μεν επιχειρή να εξετάση κανέν πράγμα μαζί με το σώμα,
είναι φανερόν ότι τότε εξαπατάται από αυτό.
Αλήθειαν λέγεις, είπεν ο Σιμμίας.
Μεταχειρίζεται δε βεβαίως την λογικήν της ενέργειαν κάλλιστα,
εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, τότε όταν κανέν από αυτά δεν την ενοχλή,
μήτε η ακοή, μήτε η όρασις, μήτε ο πόνος, μήτε η ευχαρίστησις,
αλλ' ευρίσκηται όσον το δυνατόν περισσότερον μόνη της,
αφίνουσα το σώμα κατά μέρος, και, όταν, καθόσον ημπορεί,
μη συγκοινωνούσα με αυτό
μήτε εγγίζουσα αυτό ορέγηται την πραγματικήν αλήθειαν.
Αληθινά είναι αυτά, είπεν ο Σιμμίας.
Δεν είναι λοιπόν αληθές, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης,
ότι και εις αυτήν την περίστασιν η ψυχή του φιλοσόφου
καταφρονεί τα μέγιστα το σώμα
και φεύγει μακράν από αυτό, ζητεί δε να μείνη μόνη της;
Τούτο είναι φανερόν, είπεν ο Σιμμίας.
Αλλά τι είναι λοιπόν αυτά οπού θα είπω, Σιμμία;
Εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, θα είπωμεν
ότι το καθ' αυτό δίκαιον είναι κάτι τι, ή ότι δεν είναι τίποτε;
Θα είπωμεν, μα τον Δία, είπεν ο Σιμμίας, ότι είναι κάτι τι.
Και το ωραίον και το αγαθόν, ότι είναι και αυτά κάτι τι;
Και πώς όχι; Απεκρίθη ο Σιμμίας.
Έως τώρα λοιπόν, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης,
είδες καμμίαν φοράν κανέν από τα τοιαύτα με τους οφθαλμούς σου;
Διόλου, είπεν ο Σιμμίας.
Αλλά, είπεν ο Σωκράτης, ήγγισας αυτά με καμμίαν από τας άλλας σωματικάς σου αισθήσεις;
Και λέγω τούτο δι' όλα, λόγου χάριν διά το μέγεθος, διά την υγείαν και με ένα λόγον διά την ουσίαν όλων των άλλων, δι' ό,τι δηλαδή τυχαίνει να είναι καθέν από αυτά· άρα γε το αληθέστατον μέρος αυτών είναι δυνατόν να το θεωρήση κανείς διά μέσου του σώματος;
Αληθινά είναι αυτά, είπεν ο Σιμμίας.
Δεν είναι λοιπόν αληθές, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης,
ότι και εις αυτήν την περίστασιν η ψυχή του φιλοσόφου
καταφρονεί τα μέγιστα το σώμα
και φεύγει μακράν από αυτό, ζητεί δε να μείνη μόνη της;
Τούτο είναι φανερόν, είπεν ο Σιμμίας.
Αλλά τι είναι λοιπόν αυτά οπού θα είπω, Σιμμία;
Εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, θα είπωμεν
ότι το καθ' αυτό δίκαιον είναι κάτι τι, ή ότι δεν είναι τίποτε;
Θα είπωμεν, μα τον Δία, είπεν ο Σιμμίας, ότι είναι κάτι τι.
Και το ωραίον και το αγαθόν, ότι είναι και αυτά κάτι τι;
Και πώς όχι; Απεκρίθη ο Σιμμίας.
Έως τώρα λοιπόν, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης,
είδες καμμίαν φοράν κανέν από τα τοιαύτα με τους οφθαλμούς σου;
Διόλου, είπεν ο Σιμμίας.
Αλλά, είπεν ο Σωκράτης, ήγγισας αυτά με καμμίαν από τας άλλας σωματικάς σου αισθήσεις;
Και λέγω τούτο δι' όλα, λόγου χάριν διά το μέγεθος, διά την υγείαν και με ένα λόγον διά την ουσίαν όλων των άλλων, δι' ό,τι δηλαδή τυχαίνει να είναι καθέν από αυτά· άρα γε το αληθέστατον μέρος αυτών είναι δυνατόν να το θεωρήση κανείς διά μέσου του σώματος;
Ή μήπως συμβαίνει το εξής·
όποιος από ημάς ήθελε προετοιμάσει τον εαυτόν του
να εξετάση περισσότερον και ακριβέστερον με τον νουν του
αυτό καθ' αυτό το κάθε πράγμα, περί του οποίου εξετάζει,
αυτός ημπορεί να φθάση πλησιέστατα να λάβη γνώσιν του κάθε πράγματος;
Βεβαιότατα, είπεν ο Σιμμίας.
Άρα γε λοιπόν, εκείνος ήθελε κάμει τούτο καθαρώτατα,
ο οποίος όσον το δυνατόν περισσότερον
ήθελε διευθυνθή εις κάθε πράγμα με μόνην την διάνοιάν του,
χωρίς να μεταχειρισθή μαζί την όρασιν,
εν ώ σκέπτεται ο νους του,
μήτε να σύρη καμμίαν άλλην αίσθησιν μαζί με την ενέργειαν του λογικού,
αλλά μεταχειριζόμενος μόνην την διάνοιάν του καθαράν
αναλαμβάνει να καταδιώξη καθέν από ταληθινά πράγματα μόνον του και καθαρόν,
αφ' ού χωρισθή όσον το δυνατόν περισσότερον
και από τους οφθαλμούς και από τα ώτα και,
διά να είπωμεν ούτως, από όλον εν γένει το σώμα,
διότι τούτο ταράττει
και δεν αφήνει την ψυχήν ν' αποκτήση την αλήθειαν και την γνώσιν,
όταν λαμβάνη και αυτό μέρος εις την εξέτασιν·
άρα γε δεν είναι αυτός, Σιμμία, περισσότερον από κάθε άλλον εκείνος,
που θα κατορθώση να εύρη το αληθινά υπάρχον;
Θαυμάσια, είπεν ο Σιμμίας, πόσον αληθινά πράγματα λέγεις, ω Σώκρατες.
Εξ όλων τούτων αναχωρούντες οι αληθινοί φιλόσοφοι,
είπεν ο Σωκράτης, σχηματίζουσιν αναγκαίως τοιαύτην ιδέαν,
ώστε και μεταξύ των τοιαύτα να λέγωσιν,
ότι κάποιο μονοπάτι τρόπον τινά εις την σκέψιν μας
αλλάζει τον δρόμον εις ημάς και εις το λογικόν·
διότι εν όσω έχομεν το σώμα και η ψυχή μας είναι ανακατωμένη μαζί με το τοιούτον κακόν,
ποτέ δεν θ' αποκτήσωμεν αρκετά εκείνο το οποίον επιθυμούμεν·
λέγομεν δε ότι τούτο είναι η αλήθεια.
Διότι το μεν σώμα παρέχει εις ημάς χιλίων ειδών φροντίδας διά την αναγκαίαν [??]
ακόμη δε, αν επέλθωσι και μερικαί ασθένειαι εμποδίζουσιν ημάς
από την επιδίωξιν του αληθινά υπάρχοντος,
μας γεμίζει δε το σώμα από επιθυμίας και πάθη και φόβους
και κάθε είδους πλάσματα της φαντασίας και πολλήν φλυαρίαν (12)·
ώστε, καθώς λέγουσιν, ούτε και είναι πραγματικώς κατορθωτόν εις ημάς
εξ αιτίας του να έχωμέν ποτε καμμίαν πραγματικήν γνώσιν,
διότι πολέμους και ταραχάς και μάχας κανέν άλλο πράγμα δεν προξενεί
παρά το σώμα και τα πάθη αυτού.
Διότι όλοι οι πόλεμοι γίνονται διά την απόκτησιν των χρημάτων,
υποχρεωνόμεθα δε ν' αποκτώμεν χρήματα εξ αιτίας του σώματος,
γινόμενοι δούλοι εις την περιποίησιν αυτού και ως εκ τούτου, δηλαδή του σώματος,
δι' όλους τούτους τους λόγους δεν ευρίσκομεν καιρόν διά την φιλοσοφίαν.
Το δε χειρότερον από όλα, ότι, και εάν εύρωμεν καμμίαν ευκαιρίαν να χωρισθώμεν από αυτό
και να επιδοθώμεν εις την εξέτασιν κανενός πράγματος,
αυτό παρεμβαίνον πάλιν παντού εις τας ερεύνας μας,
προξενεί εις ημάς ταραχήν και σύγχυσιν και έκπληξιν,
ώστε εξ αιτίας του να μη ημπορώμεν να διακρίνωμεν την αλήθειαν
αλλά πραγματικώς απεδείχθη εις ημάς ότι, εάν μέλλωμεν καμμίαν φοράν
να μάθωμεν κανέν πράγμα καθαρά,
πρέπει να χωρισθώμεν από αυτό
και να παρατηρήσωμεν με μόνην την ψυχήν τα πράγματα μόνα·
και τότε, καθώς φαίνεται, θα είναι δυνατόν εις ημάς ν' απολαύσωμεν εκείνο,
το οποίον επιθυμούμεν και του οποίου λέγομεν ότι είμεθα ερασταί, δηλαδή την γνώσιν,
αφ' ού παύσωμεν να ζώμεν, καθώς το λογικόν αποδεικνύει, όχι δε εν όσω ζώμεν.
Διότι, εάν δεν είναι δυνατόν μαζί με το σώμα να μάθωμεν κανέν πράγμα καθαρά, έν από τα δύο,
ή πουθενά δεν είναι δυνατόν ν' αποκτήσωμεν την πραγματικήν γνώσιν,
ή είναι τούτο δυνατόν, αφού αποθάνωμεν·
διότι τότε η ψυχή θα είναι μόνη της χωριστά από το σώμα, προτύτερα δε όχι·
και ενόσω θα ευρισκώμεθα εις την ζωήν, θα είμεθα, καθώς φαίνεται,
ούτω πλησιέστερα εις την αληθινήν γνώσιν,
εάν όσον το δυνατόν περισσότερον παύσωμεν να έχωμεν συγκοινωνίαν με το σώμα,
εκτός εν περιπτώσει απολύτου ανάγκης,
και δεν γεμίζωμεν τον εαυτόν μας από την (μολυσμένην) φύσιν αυτού,
αλλά μένωμεν καθαροί χωριστά από αυτό,
έως ότου μας ελευθερώση ο ίδιος ο θεός.
Και τοιουτοτρόπως χωριζόμενοι και μένοντες καθαροί από την ανοησίαν του σώματος,
ως είναι επόμενον, θα είμεθα με άλλους τοιούτους (καθαρούς)
και θα μάθωμεν διά μέσου του εαυτού μας την καθαράν πραγματικότητα·
τούτο δε ίσως είναι η αλήθεια·
διότι δεν είναι συγχωρημένον εις τον μη καθαρόν
να εγγίση πράγμα καθαρόν.
Νομίζω, Σιμμία, ότι είναι απαραίτητον όλοι οι αληθώς φιλομαθείς
να λέγωσι τοιαύτα ο είς εις τον άλλον και να τα φρονώσι.
Ή δεν νομίζεις ότι ούτω πρέπει να κάμνουν;
Ούτω πρέπει να κάμνουν περισσότερον από κάθε άλλο, ω Σώκρατες, είπεν ο Σιμμίας.
Και λοιπόν, είπεν ο Σωκράτης, εάν ταύτα, φίλε μου, είναι αληθή,
υπάρχει μεγάλη ελπίς διά κάθε άνθρωπον, όταν φθάση εκεί όπου εγώ τώρα πηγαίνω,
ότι θα αποκτήση εκεί αρκετά, περισσότερον παρά εις κάθε άλλο μέρος,
τούτο το πράγμα, ένεκα του οποίου ενησχολήθην πολύ καθ' όλην την περασμένην ζωήν μου,
ώστε βεβαίως το ταξείδιον, το οποίον διετάχθην τώρα να κάμω,
γίνεται με καλήν ελπίδα και δι' άλλον άνθρωπον,
ο οποίος νομίζει ότι έχει προετοιμάσει τον νουν του εις το να είναι τρόπον τινά καθαρός.
Βεβαιότατα, είπεν ο Σιμμίας.
Άρα γε δε κάθαρσις (της ψυχής) δεν συμβαίνει να είναι αυτό,
το οποίον από πολλήν ώραν αναφέρομεν εις την ομιλίαν μας,
το να χωρίζωμεν δηλαδή, όσον το δυνατόν περισσότερον την ψυχήν από το σώμα,
και να συνηθίσωμεν αυτήν να συλλέγηται
και να συναθροίζηται από όλα τα μέρη του σώματος χωριστά μόνη της,
και να κατοική μόνη με τον εαυτόν της όσον το δυνατόν,
και εις τον τωρινόν καιρόν και εις τον κατόπιν,
ελευθερωνομένη από το σώμα, όπως λύεται κανείς από τα δεσμά;
Βεβαιότατα, είπεν ο Σιμμίας.
Και λοιπόν τούτο βεβαίως δεν ονομάζεται θάνατος, το λύσιμον δηλαδή και ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα;
Βεβαιότατα, είπεν ο Σιμμίας.
Εκείνοι δε, οι οποίοι ορθώς φιλοσοφούσι με όλην την καρδίαν των,
καταγίνονται πάντοτε και μόνοι να την λύωσι (την ψυχήν), καθώς λέγομεν,
και αυτή ίσα ίσα είναι η ενασχόλησις των φιλοσόφων,
το λύσιμον και ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα, ή όχι;
Είναι φανερόν ότι ναι, είπεν ο Σιμμίας.
Και λοιπόν δεν θα ήτο γελοίον, εκείνο το οποίον έλεγον κατ' αρχάς, άνθρωπος,
ο οποίος προετοιμάζει τον εαυτόν του κατά τον καιρόν της ζωής τοιουτοτρόπως,
ώστε να είναι όσον το δυνατόν πλησιέστερον εις τον θάνατον,
να ζη κατ' αυτόν τον τρόπον, και έπειτα,
όταν αυτός (δηλαδή ο θάνατος) έλθη προς αυτόν, να λυπήται; τούτο δεν είναι γελοίον;
Και πώς όχι; είπεν ο Σιμμίας.
Πραγματικώς λοιπόν, Σιμμία, είπεν ο Σωκράτης,
όσοι φιλοσοφούσιν ορθώς καταγίνονται εις το να αποθάνωσι,
και το να αποθάνωσι προξενεί εις αυτούς φόβον πολύ ολιγώτερον
παρά εις όλους τους άλλους ανθρώπους.
Κατά την εξέλιξιν της δραματικωτάτης σκηνής του θανάτου
του διδασκάλου αυτού και μεγίστου των αρχαίων σοφών Σωκράτους
ο ΠΛΑΤΩΝ παρεμβάλλει συζητήσεις και καταλήγει εις λύσεις
δυσκόλων και υψηλών ζητημάτων αναγομένων
εις την σφαίραν της ψυχολογίας, της ηθικής και της μεταφυσικής.
ελευθερωνομένη από το σώμα, όπως λύεται κανείς από τα δεσμά;
Βεβαιότατα, είπεν ο Σιμμίας.
Και λοιπόν τούτο βεβαίως δεν ονομάζεται θάνατος, το λύσιμον δηλαδή και ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα;
Βεβαιότατα, είπεν ο Σιμμίας.
Εκείνοι δε, οι οποίοι ορθώς φιλοσοφούσι με όλην την καρδίαν των,
καταγίνονται πάντοτε και μόνοι να την λύωσι (την ψυχήν), καθώς λέγομεν,
και αυτή ίσα ίσα είναι η ενασχόλησις των φιλοσόφων,
το λύσιμον και ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα, ή όχι;
Είναι φανερόν ότι ναι, είπεν ο Σιμμίας.
Και λοιπόν δεν θα ήτο γελοίον, εκείνο το οποίον έλεγον κατ' αρχάς, άνθρωπος,
ο οποίος προετοιμάζει τον εαυτόν του κατά τον καιρόν της ζωής τοιουτοτρόπως,
ώστε να είναι όσον το δυνατόν πλησιέστερον εις τον θάνατον,
να ζη κατ' αυτόν τον τρόπον, και έπειτα,
όταν αυτός (δηλαδή ο θάνατος) έλθη προς αυτόν, να λυπήται; τούτο δεν είναι γελοίον;
Και πώς όχι; είπεν ο Σιμμίας.
Πραγματικώς λοιπόν, Σιμμία, είπεν ο Σωκράτης,
όσοι φιλοσοφούσιν ορθώς καταγίνονται εις το να αποθάνωσι,
και το να αποθάνωσι προξενεί εις αυτούς φόβον πολύ ολιγώτερον
παρά εις όλους τους άλλους ανθρώπους.
Τμήμα από τον ΠΛΑΤΩΝΙΚΟ διάλογο ΦΑΙΔΩΝ Περί ψυχής
Κατά την εξέλιξιν της δραματικωτάτης σκηνής του θανάτου
του διδασκάλου αυτού και μεγίστου των αρχαίων σοφών Σωκράτους
ο ΠΛΑΤΩΝ παρεμβάλλει συζητήσεις και καταλήγει εις λύσεις
δυσκόλων και υψηλών ζητημάτων αναγομένων
εις την σφαίραν της ψυχολογίας, της ηθικής και της μεταφυσικής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.