8 Αυγ 2014

O ΓΙΓΑΝΤΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΙΔΑΚΙ παραμύθι του OSCAR WILDE


O ΓΙΓΑΝΤΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΙΔΑΚΙ 
παραμύθι του OSCAR WILDE

Κάθε απόγευμα τα παιδιά που γύριζαν από το σχολείο τους, συνήθιζαν να πηγαίνουν και να παίζουν μέσα στο κήπο του Γίγαντα.

Ήταν ένας μεγάλος ωραίος κήπος, με πράσινο μαλακό χορτάρι.

Εδώ κ' εκεί πάνω στο χορτάρι φάνταζαν όμορφα λουλούδια σαν αστέρια, και σ' όλο τον κήπο υπήρχαν 12 ροδακινιές που ξεπετούσαν τους ανθούς τους κάθε άνοιξη και το φθινόπωρο φορτώνονταν με καρπούς.

Τα πουλιά κάθονταν στα δένδρα και τραγουδούσαν τόσο γλυκά, που τα παιδιά ταχτικά σταματούσαν τα παιχνίδια τους για να τα ακούσουν.

-Πόσο ευτυχισμένα είμαστε εδώ! φώναζε το ένα στο άλλο. Μιά μέρα ο γίγαντας γύρισε στο σπίτι.

Είχε πάει να επισκεφτεί το φίλο του τον Δράκο και έμεινε μαζί του 7 χρόνια. Αφού πέρασαν αυτά κ΄είπαν ότι είχαν να πούν μεταξύ τους ,ο Γίγαντας αποφάσισε να γυρίσει στο κάστρο του. Κι όταν έφτασε εδώ,είδε τα παιδιά που παίζαν στον κήπο.

-Τι κάνετε εδώ; φώναξε με τραχιά φωνή. Τα παιδάκια σκόρπισαν και χάθηκαν.

-Ο κήπος μου είναι δικός μου κήπος!είπε ο Γίγαντας: Αυτό ο καθένας πρέπει να το νιώσει!

Και δεν θα επιτρέψω σε κανένα να παίζει μέσα εδώ.

Έτσι έκτισε ένα ψηλό τοίχο γύρω στον κήπο και κρέμασε στην είσοδο μίαν ειδοποίηση που απαγόρευε την είσοδο σ' αυτόν.

Ηταν ένας Γίγαντας πολύ εγωϊστής. Τα καημένα τα παιδιά δεν είχαν τώρα μέρος να πάνε και να παίξουν.

Δοκίμασαν να παίξουν στο δρόμο, μα αυτός ήταν όλο σκόνη και γεμάτος σκληρές πέτρες και έτσι το μέρος δεν τους άρεσε.

Όταν τελείωσαν τα μαθήματα τους, συνήθιζαν τώρα να πηγαίνουν και να τριγυρίζουν έξω απ' το ψηλό τοίχο και να συζητούν για την ομορφιά του κήπου από μέσα.

-Τι ευτυχισμένα που ήμασταν εκεί μέσα! έλεγε το ένα στο άλλο.

Ύστερα ήρθε η άνοιξη και σ' όλη τη χώρα λουλούδιζαν τα φυτά και φάνηκαν τα πουλάκια.

Μόνο στον κήπο του εγωϊστή γίγαντα ήταν χειμώνας ακόμα.

Τα πουλιά δεν πήγαιναν να κελαϊδήσουν μέσα εκεί, γιατί είχαν χάσει τους συντρόφους τους, τα παιδάκια, και τα δέντρα ξέχασαν να ανθίσουν.

Τη μία φορά που έτυχε ένα μικρό λουλούδι να σηκώσει το κεφάλι του πάνω απ΄το χορτάρι, και τό 'ρριξε στον ύπνο.

Μόνο το Χιόνι και η Παγωνιά ήταν όλο χαρά μεγάλη:

-Το Καλοκαίρι ξέχασε αυτόν τον κήπο! φώναζαν: Και έτσι θα περάσουμε ωραία εδώ μέσα όλο το χρόνο!

Το Χιόνι σκέπασε το Χορτάρι με το μεγάλο άσπρο μανδύα του.Και η Παγωνιά ζωγράφισε όλα τα δέντρα με ασήμι.

Ύστερα κάλεσαν το Βοριά να τους κρατήσει συντροφιά και εκείνο δέχτηκε την πρόσκληση και ήρθε.

Ήρθε τυλιγμένος στις γούνες του και ούρλιαζε όλη τη μέρα μέσα στον κήπο και τσάκιζε όλες τις καπνοδόχους. -Είναι πολύ ωραία εδώ!» είπε:«πρέπει να καλέσουμε και το χαλάζι». Ήρθε λοιπόν και το χαλάζι. Τρεις ώρες ολόκληρες κάθε μέρα το χαλάζι μαστίγωνε τη στέγη του κάστρου ,έτσι που έσπασε τα περισσότερα κεραμίδια του, κι ύστερα με την ορμή του ρίμαξε και τον κήπο. Ήταν ντυμένο στα γκρίζα το Χαλάζι, κι η αναπνοή του σαν τον πάγο κρύα.

«Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί το Καλοκαίρι άργησε ναρθή σ΄αυτό εδώ το μέρος!» έλεγε ο εγωιστής γίγαντας, όπως καθόταν στο παράθυρο και κύτταζε έξω, στον παγωμένο κάτασπρο κήπο του:«ελπίζω ν’ αλλάξει ο καιρός». Η άνοιξη όμως δεν ήρθε ποτέ, ούτε το καλοκαίρι. Το φθινόπωρο έφερε χρυσούς καρπούς σ’ όλους τους κήπους, αλλά στον κήπο του γίγαντα δεν έδωσε κανέναν. «Είναι υπερβολικά εγωιστής» είπε. Έτσι πάντα ο χειμώνας, κι ο βοριάς και το χαλάζι κι η παγωνιά και το χιόνι έκλωθαν και χόρευαν ανάμεσα στον κήπο με τα σκελετωμένα δέντρα.

Ένα πρωί, ο γίγαντας ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του όταν άκουσε μια πολύ όμορφη μουσική. Ηχούσε τόσο γλυκιά στ’ αυτιά του, που νόμιζε ότι περνούσαν από κει οι μουσικοί του βασιλιά. Στην πραγματικότητα, δεν ήταν παρά μια μικρή καρδερίνα που τραγουδούσε έξω απ’ το παράθυρο του, αλλά είχε τόσο καιρό ν’ ακούσει πουλί να κελαηδάει στον κήπο του, που του φάνηκε η πιο όμορφη μουσική στον κόσμο. Έπειτα το χαλάζι σταμάτησε να χορεύει πάνω από το κεφάλι του, ο βοριάς έπαψε να βρυχιέται κι ένα εξαίσιο άρωμα έφτασε από τ’ ανοιχτό τζάμι. «Μου φαίνεται πως ήρθε επιτέλους η άνοιξη» είπε ο γίγαντας και πετάχτηκε απ’ το κρεβάτι και κοίταξε έξω. Τι είδε;

Είδε ένα υπέροχο θέαμα. Από ένα μικρό άνοιγμα στη μάντρα τα παιδιά είχαν τρυπώσει στον κήπο κι ήταν σκαρφαλωμένα στα κλαδιά των δέντρων. Σε κάθε δέντρο που έβλεπε ήταν κι ένα παιδάκι. Και τα δέντρα χαίρονταν τόσο πολύ που ξανάβλεπαν τα παιδιά, που είχαν σκεπαστεί με μπουμπούκια και ανέμιζαν απαλά τα μπράτσα τους πάνω από τα κεφάλια των παιδιών. Τα πουλιά πετούσαν ολόγυρα τιτιβίζοντας ξετρελαμένα, και τα λουλούδια σήκωναν το κεφάλι τους απ’ το πράσινο χορτάρι και γελούσαν. Ήταν μια πανέμορφη σκηνή, και μόνο σε μια γωνιά ήταν ακόμη χειμώνας. Ήταν η πιο μακρινή γωνιά του κήπου, κι εκεί στεκόταν ένα αγοράκι. Ήταν τόσο μικροκαμωμένο, που δεν μπορούσε να φτάσει τα κλαδιά του δέντρου κι έκανε κύκλους γύρω του κλαίγοντας πικραμένο. Το καημένο το δέντρο ήταν ακόμη σκεπασμένο με χιόνι και πάγο, κι ο βοριάς φύσαγε και βρυχιόταν από πάνω του. «Ανέβα, αγοράκι!» έλεγε το δέντρο, και λύγιζε τα κλαδιά του όσο πιο χαμηλά μπορούσε-αλλά το αγόρι ήταν υπερβολικά μικροκαμωμένο.

Κι η καρδιά του γίγαντα έλιωσε καθώς κοίταξε έξω. «Τι εγωιστής που ήμουν!»είπε- «τώρα καταλαβαίνω γιατί δεν ερχόταν εδώ η άνοιξη. Θ’ ανεβάσω το αγοράκι στο δέντρο κι έπειτα θα γκρεμίσω τη μάντρα, κι ο κήπος μου θα μείνει για πάντα παιχνιδότοπος για τα παιδιά». Μετάνιωνε στ’ αλήθεια πολύ γι’ αυτό που είχε κάνει. Κατέβηκε λοιπόν τη σκάλα, άνοιξε αθόρυβα την εξώπορτα και βγήκε στον κήπο. Μα μόλις τον είδαν τα παιδιά, τρόμαξαν όλα τόσο πολύ, που το ‘βαλαν στα πόδια, και στον κήπο ξανάγινε χειμώνας. Μόνο το αγοράκι δεν έτρεξε να φύγει, γιατί το τύφλωναν τα δάκρυα και δεν είδε το γίγαντα να έρχεται. Κι ο γίγαντας το πλησίασε κλεφτά από πίσω, το πήρε απαλά στο χέρι του και το απόθεσε πάνω στο δέντρο. Και το δέντρο αμέσως μπουμπούκιασε, και τα πουλιά ήρθαν και τραγούδησαν πάνω στα κλαδιά του, και το αγοράκι άπλωσε τα δυο του χέρια, τα τύλιξε γύρω απ’ το λαιμό του γίγαντα και τον φίλησε. Τ’ άλλα παιδιά, όταν είδαν ότι ο γίγαντας δεν ήταν πια κακός, γύρισαν τρέχοντας πίσω και μαζί τους ήρθε κι η άνοιξη. «Είναι δικός σας ο κήπος τώρα, παιδάκια» είπε ο γίγαντας, και πήρε ένα μεγάλο τσεκούρι και γκρέμισε τη μάντρα.

Και την ώρα που οι άνθρωποι πήγαιναν για ψώνια, στις δώδεκα, βρήκαν το γίγαντα να παίζει με τα παιδάκια στον πιο όμορφο κήπο που είχαν δει ποτέ. Όλη μέρα έπαιζαν, και το απόγευμα πήγαν στο γίγαντα να τον αποχαιρετήσουν. «Μα πού είναι ο μικρός σας σύντροφος;» είπε, «το αγόρι που έβαλα πάνω στο δέντρο». Ο γίγαντας το αγαπούσε περισσότερο απ’ όλα, γιατί τον είχε φιλήσει.«Δεν ξέρουμε» απάντησαν τα παιδιά- «έφυγε».«Πρέπει να του πείτε να έρθει οπωσδήποτε αύριο» είπε ο γίγαντας. Αλλά τα παιδιά είπαν ότι δεν ήξεραν πού έμενε, δεν το είχαν ξαναδεί ποτέ πριν κι ο γίγαντας ένιωσε μεγάλη θλίψη. Κάθε απόγευμα, όταν τέλειωνε το σχολείο, τα παιδιά έρχονταν κι έπαιζαν με το γίγαντα. Μα το αγοράκι που αγαπούσε ο γίγαντας δεν ξαναφάνηκε ποτέ. Ο γίγαντας ήταν πολύ καλός με όλα τα παιδιά, ωστόσο λαχταρούσε να δει τον πρώτο μικρό του φίλο και μιλούσε συχνά γι’ αυτόν. «Πόσο θα ‘θελα να τον δω!» έλεγε.

Πέρασαν χρόνια, κι ο γίγαντας γέρασε κι έχασε τις δυνάμεις του. Δεν μπορούσε πια να παίζει, καθόταν λοιπόν σε μια πελώρια πολυθρόνα και κοιτούσε τα παιδιά και θαύμαζε τον κήπο του. «Έχω πολλά όμορφα λουλούδια» έλεγε• «μα τα παιδιά είναι τα πιο όμορφα απ’ όλα τα λουλούδια». Ένα χειμωνιάτικο πρωινό, καθώς ντυνόταν, κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο του. Δε μισούσε πια το χειμώνα, γιατί ήξερε ότι ήταν απλώς η άνοιξη κοιμισμένη και τα λουλούδια ξεκουράζονταν. Ξαφνικά, έτριψε με απορία τα μάτια του και κοιτούσε και δε χόρταινε. Ήταν στ’ αλήθεια ένα υπέροχο θέαμα. Στην πιο μακρινή γωνιά του κήπου έβλεπε ένα δέντρο σκεπασμένο ολόκληρο με όμορφα άσπρα μπουμπούκια. Τα κλαδιά του ήταν χρυσά, και ασημένιοι καρποί κρέμονταν απ’ αυτά, και στη ρίζα του στεκόταν το αγοράκι που είχε αγαπήσει. Γεμάτος χαρά κατέβηκε τρέχοντας ο γίγαντας και βγήκε στον κήπο.

Διέσχισε βιαστικά την πρασιά και πλησίασε το παιδί. Κι όταν το έφτασε, το πρόσωπο του κοκκίνισε από την οργή και είπε «Ποιος τόλμησε να σε πληγώσει;» Γιατί στις παλάμες των χεριών του παιδιού υπήρχαν τα σημάδια από δυο καρφιά, και σημάδια από δυο καρφιά είχαν και τα ποδαράκια του. «Ποιος τόλμησε να σε πληγώσει;» φώναξε ο γίγαντας «πες μου, για να πάρω το μεγάλο σπαθί μου και να τον σκοτώσω». «Όχι!»απάντησε το παιδί- «γιατί αυτές είναι οι πληγές της αγάπης». «Ποιος είσαι;» ρώτησε ο γίγαντας, και τον πλημμύρισε ένα αλλόκοτο δέος και γονάτισε μπροστά στο παιδάκι.

Και το παιδάκι χαμογέλασε στο γίγαντα και του είπε: «Με άφησες κάποτε να παίξω στον κήπο σου, απόψε θα ‘ρθεις μαζί μου στο δικό μου κήπο, που είναι ο παράδεισος». Κι όταν τα παιδάκια έτρεξαν στον κήπο εκείνο το απόγευμα, βρήκαν το γίγαντα νεκρό κάτω απ’ το δέντρο, σκεπασμένο ολόκληρο με κατάλευκα μπουμπούκια.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.